Την ώρα που η Ευρωζώνη ξαναμπαίνει ολοταχώς σε κατάσταση συναγερμού, καθώς οι αγορές κινούνται απειλητικά προς την Ιρλανδία, γεννώντας και πάλι φόβους για ένα ντόμινο επιθέσεων στις ασθενείς χώρες της Ευρωζώνης, πληροφορίες του “S10” αναφέρουν ότι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η γερμανική κυβέρνηση επεξεργάζονται ένα σχέδιο αναδιάρθρωσης του χρέους των πιο αδύναμων οικονομιών, με βασικό «εργαλείο» τον ευρωπαϊκό μηχανισμό στήριξης.
από http://www.sofokleous10.gr/
Καθώς η Ιρλανδία σόκαρε χθες τις αγορές, ανακοινώνοντας επίσημα ότι πέρασε σε ύφεση, με αρνητικό ρυθμό ανάπτυξης 1,2%, θεωρείται πλέον θέμα χρόνου η προσφυγή του Δουβλίνου στο μηχανισμό στήριξης. Στην τελευταία δημοπρασία ομολόγων, που χαρακτηρίσθηκε ως «επιτυχημένη», η χώρα υποχρεώθηκε να δανεισθεί με κόστος της τάξεως του 6%, πολύ υψηλότερο από το 5% με το οποίο δανείζεται η Ελλάδα από το μηχανισμό στήριξης.
Η επισημοποίηση της ύφεσης στην Ιρλανδία επιταχύνει δραματικά τις εξελίξεις στην ευρωπαϊκή κρίση χρέους, καθώς η χώρα δανείζεται με απαγορευτικά υψηλά επιτόκια ήδη, ενώ το προσεχές διάστημα θα πρέπει να αυξηθεί δραματικά το δημόσιο χρέος της, από την ανάληψη του κόστους διάσωσης του τραπεζικού συστήματος, που η S&P υπολογίζει ότι θα ξεπεράσει τα 35 δις. ευρώ.
Σύμφωνα με υπολογισμούς αναλυτή της Societe Generale, η Ιρλανδία θα είναι καταδικασμένη σε «αργό οικονομικό θάνατο», αν δεν προσφύγει άμεσα στο μηχανισμό στήριξης: η χώρα έχει αρκετά μετρητά στα ταμεία της για να αποφύγει την άμεση χρεοκοπία, αλλά δεν θα αργήσει να αποκλεισθεί από τις αγορές, όπως ακριβώς συνέβη και με την Ελλάδα. Ο ίδιος υπολογίζει, ότι η Ιρλανδία θα πρέπει να κλείσει άμεσα μια συμφωνία για δανεισμό 80 δις. ευρώ, ενώ εκτιμά ότι και η Πορτογαλία θα πρέπει να ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο, με ένα ποσό δανείων 70 δις. ευρώ.
Ακόμη και αν οι δύο χώρες ακολουθήσουν την Ελλάδα στην ίδια πορεία προς το διεθνή μηχανισμό, όμως, το πρόβλημα που καλούνται να διαχειρισθούν άμεσα οι δύο μεγάλοι πιστωτές των ασθενών χωρών της Ευρωζώνης, δηλαδή το ΔΝΤ και η Γερμανία, είναι ότι «δεν βγαίνει» η εξίσωση στην οποία στηρίχθηκε αρχικά η λειτουργία του μηχανισμού διάσωσης, ενώ το διεθνές περιβάλλον δυσκολεύει ακόμη περισσότερο την προσπάθεια:
n Τα σκληρά δημοσιονομικά μέτρα που απαιτούνται για να επανέλθουν τα ελλείμματα υπό έλεγχο, σε συνδυασμό με την ανάγκη ανάληψης υποχρεώσεων των τραπεζών από τα κράτη, δημιουργούν ασφυκτικές συνθήκες και οδηγούν σε ένα απειλητικό συνδυασμό ύφεσης και υπερχρέωσης. Ακόμη και αν οι αδύναμες χώρες υποστηριχθούν από το διεθνή μηχανισμό, βέβαιο είναι ότι δεν θα μπορέσουν μακροπρόθεσμα να εξυπηρετήσουν ομαλά τα υπέρογκα χρέη τους, χωρίς κάποια μορφή αναδιάρθρωσης των υποχρεώσεων.
n Η διεθνής οικονομία, που όταν δημιουργήθηκε ο διεθνής μηχανισμός, την περασμένη άνοιξη, έδειχνε να ξεπερνά την ύφεση, όλα δείχνουν ότι επανέρχεται σε έντονη επιβράδυνση, με μεγαλύτερο «βαρίδι» τις ΗΠΑ. Ο έγκριτος πρώην διοικητής της Fed, Πολ Βόλκερ, προχώρησε χθες σε εφιαλτικές προβλέψεις για την αμερικανική οικονομία, εκτιμώντας ότι θα πάρει πολύ χρόνο να επανέλθει σε τροχιά ανάπτυξης, ενώ το πείραμα της Fed με τη μαζική εκτύπωση χρήματος δεν φαίνεται ότι θα έχει τα αναμενόμενα, ευεργετικά αποτελέσματα.
Σε αυτό το περιβάλλον, ΔΝΤ και Γερμανία έχουν επιπλέον να αντιμετωπίσουν ένα σημαντικό πολιτικό περιορισμό των κινήσεών τους: η γερμανική κοινή γνώμη υποχρεώνει το Βερολίνο να αποφύγει κάθε σκέψη για παράταση και επέκταση του διεθνούς σχεδίου στήριξης των αδύναμων οικονομιών της Ευρωζώνης, γι’ αυτό και ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών απέκλεισε χθες κατηγορηματικά ότι υπάρχει τέτοιο ενδεχόμενο. «Ουσιαστικά, όλα πρέπει να γίνουν σε ένα περιορισμένο χρονικό ορίζοντα, που φθάνει μέχρι το 2014 και με περιορισμένους πόρους, δηλαδή με τα 750 δις. ευρώ του αρχικού διεθνούς πακέτου», τονίζει στο “S10” αξιωματούχος στις Βρυξέλλες.
Έτσι, από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έχει πέσει στο τραπέζι των συζητήσεων με τη γερμανική ηγεσία η ιδέα της μεταφοράς του μοντέλου των λεγόμενων «ομολόγων Μπρέιντι», που χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον στα τέλη της δεκαετίας του ’80 για να απελευθερώσουν τις χρεοκοπημένες χώρες της Λ. Αμερικής από την υπερχρέωση, με εγγυήσεις του αμερικανικού Δημοσίου. Ουσιαστικά, δηλαδή, το ζητούμενο είναι να αλλάξουν οι όροι χρηματοδότησης από το διεθνή μηχανισμό στήριξης, να δοθούν δάνεια χαμηλού επιτοκίου με διάρκεια τουλάχιστον 20 χρόνων, ώστε οι χώρες που θα προσφεύγουν στο μηχανισμό να γνωρίζουν ότι με την έξοδό τους από αυτόν θα έχουν να αντιμετωπίσουν χαμηλότερους λογαριασμούς εξυπηρέτησης του χρέους τους, άρα θα είναι και πιο εύκολη η επάνοδός τους στις αγορές.
Σύμφωνα με ορισμένες πληροφορίες, που επίσημα διαψεύδονται, η προοπτική αλλαγής των όρων δανεισμού από το μηχανισμό στήριξης ήταν ένα από τα θέματα συζήτησης στις χθεσινές συναντήσεις του υπουργού Οικονομικών με τον Γερμανό ομόλογό του και το διοικητή της ΕΚΤ στο Βερολίνο και την Φραγκφούρτη, αντίστοιχα. Παρά τις διαψεύσεις, το γεγονός, ότι στη συνάντηση Παπακωνσταντίνου-Σόιμπλ οι δύο υπουργοί βρέθηκαν σε τετ α τετ, χωρίς να επιτραπεί ακόμη και σε συμβούλους τους να παραστούν, δείχνει ότι αν μη τι άλλο το θέμα της συζήτησης ήταν πολύ σοβαρότερο από όσο θέλησε να παραδεχθεί αμέσως μετά ο Έλληνας υπουργός.
Γεγονός είναι, όπως τονίζουν τραπεζικά στελέχη, ότι χωρίς μια μονιμότερη λύση για την ανακούφιση των ασθενών κρατών από την υπερχρέωση, η Ευρωζώνη είναι καταδικασμένη σε παρακμή, με επικίνδυνες συνέπειες για το διεθνές σύστημα. Μένει να φανεί αν οι πολιτικές ηγεσίες αντιλαμβάνονται την κρισιμότητα των περιστάσεων για να δράσουν αυτή την φορά πριν αρχίσει η επόμενη θύελλα στις αγορές…