Δεν έζησε πόλεμο τους δύο τελευταίους αιώνες, μετρίασε τις ταξικές αντιθέσεις με το πιο προχωρημένο «κράτος πρόνοιας» του κόσμου, κατάφερε να αφομοιώσει τα μεταναστευτικά κύματα χωρίς σοβαρές εντάσεις και αποτέλεσε μια από τις ελάχιστες εξαιρέσεις στην παγκόσμια επικράτηση του ριγκανισμού - θατσερισμού.
Αυτή η εικόνα θόλωσε κατά πολύ, αν δεν εξαφανίστηκε τελείως, το βράδυ της περασμένης Κυριακής, με την ανακοίνωση των εκλογικών αποτελεσμάτων: Η σοσιαλδημοκρατία κατρακύλησε στο χειρότερο ποσοστό της από το… 1914, η κυβέρνηση της Κεντροδεξιάς κατόρθωσε να επανεκλεγεί, πράγμα που συνέβη για πρώτη φορά στην ιστορία της χώρας, ενώ ένα ρατσιστικό, ακροδεξιό κόμμα, οι «Δημοκράτες της Σουηδίας», μπήκε στη Βουλή με ποσοστό 5,7%. «Η Σουηδία γίνεται μια κανονική ευρωπαϊκή χώρα» ήταν το λάιτ μοτίφ της Μοντ, των Φαϊνάνσιαλ Τάιμς και άλλων σοβαρών ευρωπαϊκών εφημερίδων, που έσπευσαν να προσφέρουν στο «σκανδιναβικό σοσιαλισμό» το αξιοπρεπές μνημόσυνο που δικαιούταν.
Για να πούμε την αλήθεια, η μεταστροφή δεν είναι τόσο δραματική όσο παρουσιάζεται από τις ναυαρχίδες του αστικού Τύπου, οι οποίες βρήκαν στο πρόσωπο του σουηδού πρωθυπουργού Φρέντερικ Ράινφλεντ τον καινούργιο ήρωα της ημέρας. Η σοσιαλδημοκρατία έπεσε στο 31%, αλλά παραμένει πρώτο κόμμα, ενώ ο συνασπισμός τους με τους πρώην κομμουνιστές και τους οικολόγους απέσπασε το 44%. Η ξενοφοβική Ακροδεξιά είχε ξαναμπεί, με άλλο πολιτικό σχηματισμό στη Βουλή –και μάλιστα με μεγαλύτερο ποσοστό– το 1991, αλλά γρήγορα περιέπεσε σε αναξιοπιστία και περιθωριοποιήθηκε. Αλλά και η ηγεμονία της Κεντροδεξιάς κάθε άλλο παρά εδραιωμένη εμφανίζεται. Πριν από ένα χρόνο, τα ποσοστά του Ράινφελντ είχαν καταποντιστεί, ακολουθώντας την πορεία της σουηδικής οικονομίας, η οποία είχε βυθιστεί σε απότομη ύφεση, πληρώνοντας ακριβά τη στενή εξάρτησή της από τις εξαγωγές. Ο Ράινφελντ είχε την τύχη να δώσει την εκλογική μάχη σε μια συγκυρία ισχυρής ανάκαμψης, η οποία, ωστόσο, δεν αναμένεται να διαρκέσει πολύ. Επιπλέον, η κεντροδεξιά κυβέρνησή του απέχει πολύ από το να αποτελεί οδοστρωτήρα του σουηδικού, σοσιαλδημοκρατικού μοντέλου, όπως θα ήθελαν οι νεοφιλελεύθεροι κήρυκες του Σίτι. Αν και περιόρισε κάποιες κοινωνικές παροχές, διατήρησε τη φορολογία των ανώτερων εισοδημάτων στο επίπεδο του 60% και τις δημόσιες δαπάνες σε ύψη που δεν συγκρίνονται με άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Παραμένει γεγονός ότι αυτή τη φορά οι σουηδικές εκλογές κατέγραψαν τάσεις που αποτελούν όχι την εξαίρεση, αλλά τον κανόνα στην Ευρώπη και γενικότερα στα ιμπεριαλιστικά κέντρα. Πρώτα απ’ όλα, αποτύπωσαν την εντεινόμενη κρίση της σοσιαλδημοκρατίας. Από κυρίαρχη πολιτική δύναμη της ηπείρου, η Κεντροαριστερά περιορίζεται πλέον σε έξι κυβερνήσεις σε σύνολο 27 κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ισπανία, Πορτογαλία, Ελλάδα, Κύπρος, Αυστρία, Σλοβενία). Η ισπανική Ελ Παΐς δεν έχει άδικο όταν θεωρεί έναν από τους βασικούς λόγους το γεγονός ότι, στα μάτια των λαϊκών μαζών, τα κεντροαριστερά κόμματα ήταν συχνά οι κατ’ εξοχήν πολιτικοί εκπρόσωποι των τραπεζών και των χρηματιστών, τη στιγμή που ο Σουηδός Ράινφελντ εμφάνιζε το κόμμα του ως «το πραγματικό κόμμα των εργατών», ενώ ο Ούγγρος, επίσης δεξιός πρωθυπουργός Βίκτορ Όρμπαν έβαζε χαράτσι στις τράπεζες και απέρριπτε το δανεισμό από το ΔΝΤ.
Είναι επίσης γεγονός ότι η πέραν της σοσιαλδημοκρατίας Αριστερά δεν έχει καταφέρει να προβάλει ως τώρα πειστική εναλλακτική λύση και μια κρίσιμη μάζα που θα την υποστηρίξει. Το αποτέλεσμα είναι ο πολιτικός ριζοσπαστισμός που θρέφεται από την οικονομική κρίση να εκφράζεται περισσότερο από το δεξιό και ξενοφοβικό, παρά από το αριστερό και αντικαπιταλιστικό άκρο του πολιτικού φάσματος. Σ’ αυτό το φόντο, η απόσταση ανάμεσα στη Στοκχόλμη και τον Άγιο Παντελεήμονα είναι, ίσως, μικρότερη από όσο φανταζόμαστε.