|
Το να υπερθεματίζεις για τη διαχρονική αξία ή την απρόσμενη επικαιρότητα ενός έργου είναι ίσως κάτι παραπάνω από ένα εισαγωγικό κλισέ, όταν το έργο αυτό είναι Το δεύτερο φύλο της Μποβουάρ. Η περσινή, νέα έκδοση του βιβλίου [Σιμόν ντε Μποβουάρ, Το δεύτερο φύλο, μτφ. Τζένη Κωνσταντίνου, Μεταίχμιο, 2009] επανεγγράφει απλά στην ατζέντα μας ένα απαιτητικό rendez-vous: με ένα ριζοσπαστικό έργο-αναφοράς, καθοριστικό για τον –έκτοτε– στοχασμό μας επάνω στα φύλα, στη σεξουαλικότητα και στην κοινωνική τους κατασκευή (βλ. «γυναίκα γίνεσαι, δεν γεννιέσαι»). Οι συζητήσεις που εστιάζουν σε γυναίκες δημιουργούς, είναι αλήθεια, σταθμεύουν ελάχιστα στο ίδιο τους το έργο. Η κατεστημένη πρόσληψη αντιμετωπίζει τη Σιμόν ντε Μποβουάρ ως γυναίκα με αδιάφορο μεν συγγραφικό έργο, πλούσια, ωστόσο, προσωπική ιστορία: τα προσωνύμια «μεγάλη Σαρτρέζ» και «Νοτρ Νταμ ντε Σαρτρ» συνόδευαν παραδοσιακά στο γαλλικό τύπο τη δημιουργό. Και όμως: η υποκατάσταση του δημοσίου από το ιδιωτικό στην ουσία ακυρώνει όλο το πολιτικό στοίχημα ζωής της Σιμόν ντε Μποβουάρ. Σήμερα, εκατό χρόνια, περίπου, μετά τη γέννησή της [1908], οφείλουμε, ως ελάχιστη υποχρέωση, να διακρίνουμε επιδέξια, πίσω από το «κίτρινο» λούστρο, την συγγραφέα, τη φιλόσοφο, την στρατευμένη γυναίκα, την «ιέρεια των γαλλικών γραμμάτων» εξίσου με τη «συνήγορο της γυναικείας υπόθεσης».
Στέργιος Μήτας
|