Μια νέα πρακτική που ακολουθούν ορισμένες επιχειρήσεις για να αξιολογήσουν την αποδοτικότητα των εργαζομένων είναι η πρόσληψη πρακτόρων, οι οποίοι υποδύονται τους πελάτες. Ο "πελάτης" - πράκτορας προσεγγίζει τον εργαζόμενο δείχοντας ενδιαφέρον να εξυπηρετηθεί και στη συνέχεια αξιολογεί κρυφά την απόδοσή του.
Πρόκειται δηλαδή για ένα μέτρο παραπλήσιο με την κρυφή κάμερα: ο εργαζόμενος δεν γνωρίζει πότε και από ποιον αξιολογείται, οπότε δεν μπορεί να φέρει και αντίρρηση στις τυχόν εσφαλμένες βαθμολογίες που μπορεί να οφείλονται σε λανθασμένη πρόσληψη του "πελάτη" - πράκτορα. Θα εξετάσω την νομιμότητα αυτού του μέτρου από απόψεως προστασίας προσωπικών δεδομένων.
Η αξιολόγηση της αποδοτικότητας του εργαζόμενου αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη, ο οποίος πρέπει να είναι σε θέση να γνωρίζει την καλή εκτέλεση της αποστολής που έχει αναθέσει στον μισθωτό, αλλά το δικαίωμα αυτό πρέπει να ασκείται με πλήρη σεβασμό των δικαιωμάτων του εργαζόμενου. Αυτό σημαίνει ότι ο εργοδότης έχει δικαίωμα να θεσπίσει ένα σύστημα αξιολόγησης των εργαζομένων, ακόμα και με βαθμολόγησή του σε συγκεκριμένες κατηγορίες (όπως λ.χ. η ταχύτητα, η ευγένεια κλπ), αλλά η βαθμολόγηση αυτή θα πρέπει να γίνεται με διαφανείς και θεμιτούς τρόπους. Η ίδια η πληροφορία της αξιολόγησης αποτελεί "πληροφορία που αναφέρεται σε φυσικό πρόσωπο το οποίο μπορεί να προσδιοριστεί", δηλαδή η βαθμολόγηση αυτή αποτελεί "προσωπικά δεδομένα", κατά την έννοια του άρθρο 1 (α) του Ν.2472/1997.
Για να διαπιστωθεί το κατά πόσον η συγκεκριμένη πρακτική της βαθμολόγησης από μυστικούς πράκτορες που παριστάνουν τους πελάτες είναι σύμφωνη με τον Ν.2472/1997 θα πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον τηρουνται τα δικαιώματα του εργαζόμενου, δηλαδή του "υποκειμένου των δεδομένων".
Μια βασική αρχή που διέπει το δίκαιο της προστασίας προσωπικών δεδομένων είναι η διαφάνεια της συλλογής τους: το άτομο πρέπει να ενημερώνεται κατά το στάδιο της συλλογής των στοιχείων του. Σύμφωνα με το άρθρο 11 του Ν.2472/1997, κατά το στάδιο της συλλογής των προσωπικών δεδομένων, το άτομο πρέπει να ενημερώνεται για: (α) την ταυτότητα του ατόμου που συλλέγει τα στοιχεία, (β) τον σκοπό της επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων, (γ) τους αποδέκτες των προσωπικών δεδομένων, (δ) το δικαίωμα του εργαζόμενου για πρόσβαση στα προσωπικά δεδομένα που τον αφορούν, δηλ. την αξιολόγηση.
Αυτό πρακτικά όμως σημαίνει ότι κατά το στάδιο της συλλογής των δεδομένων, δηλαδή όταν ο "πελάτης" - πράκτορας προσεγγίζει τον εργαζόμενο ή όταν παραδίδει την αξιολόγησή του στον εργοδότη, θα πρέπει να ενημερώνεται ο εργαζόμενος για όλα τα παραπάνω. Όπως είναι αυτονόητο, η τήρηση των υποχρεώσεων του άρθρου 11 απλώς θα ακύρωνε όλη τη διαδικασία της "διεισδυτικής" αξιολόγησης με κρυφούς πράκτορες, γιατί πολύ απλά θα έπρεπε να αποκαλύπτουν την ταυτότητά τους. Επιπλέον θα πρέπει να σημειωθεί ότι η άρση της υποχρέωσης ενημέρωσης επιτρέπεται απο το άρθρο 11 μόνο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για λόγους διακρίβωσης ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να διακυβεύονται αγαθά που αφορούν το δημόσιο συμφέρον για να επιτραπούν εξαιρέσεις από την αρχή της διαφάνειας - όχι απλώς να εξυπηρετούνται ιδιωτικά εργοδοτικά συμφέροντα. Σε αυτό το σημείο, ο νομοθέτης εξειδικεύει συνταγματικές επιταγές: η κάμψη μιας σφαίρας ιδιωτικότητας επιτρέπεται μόνο για να εξυπηρετηθούν συγκεκριμένοι σκοποί, ένας εκ των οποίων είναι να προστατεύονται "τα δικαιώματα των άλλων". Από την προστασία των δικαιωμάτων των άλλων, μέχρι την ενισχυμένη εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους όμως υπάρχει μια μεγάλη απόσταση, η οποία δεν δικαιολογεί την συλλογή προσωπικών δεδομένων χωρίς ταυτόχρονη ενημέρωση του εργαζόμενου.
Έτσι λοιπόν, η πρακτική αυτή των μυστικών πρακτόρων της εργοδοσίας που εμφανίζονται ως πελάτες, δανεισμένη από τις αστυνομικές διαδικασίες της ανακριτικής διείσδυσης, προσκρούει στις διατάξεις για προστασία των προσωπικών δεδομένων, όπως εξάλλου και η διαδικασία της παρακολούθησης των εργαζομένων μέσω κρυφής κάμερας, η οποία προσκρούει επίσης στην έλλειψη προηγούμενης ενημέρωσης. Η τυχόν γενική γνώση του εργαζόμενου ότι η επιχείρηση ακολουθεί αυτή την πρακτική δεν καλύπτει την νομοθετική υποχρέωση της "κατά το στάδιο της συλλογής" ενημέρωσης του υποκειμένου των δεδομένων, διότι "κατά το στάδιο της συλλογής" σημαίνει ούτε πριν, αλλά ούτε και μετά την συλλογή των προσωπκών δεδομένων. Εξάλλου, ακόμα και η παροχή γενικής συγκατάθεσης ότι ενδέχεται να ακολουθηθεί η πρακτική προσκρούει στην υποχρέωση λήψης "ειδικής" συγκατάθεσης για κάθε επιμέρους συλλογή, αλλά και στην απόρριψη της συγκατάθεσης ως νομιμοποιητικής λύσης για την συλλογή προσωπικών δεδομένων των εργαζόμενων, σύμφωνα με την Οδηγία 115/2001 της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (βλ. εδώ) . Δηλαδή ακόμα και να πει εργαζόμενος "συναινώ στην μυστική αξιολόγηση με πράκτορα", νομικά ο εργοδότης δεν είναι καλυμμένος.
Και εξυπακούεται ότι ο εργαζόμενος έχει κάθε δικαίωμα να αποκτήσει πρόσβαση σε όλα τα στοιχεία αξιολόγησης που τον αφορούν και που τηρούνται στους υπολογιστές της επιχείρησης (άρθρο 12 Ν. 2472/1997) καθώς και να προβάλλει αντιρρήσεις για την διόρθωση τυχόν εσφαλμένης βαθμολόγησης (άρθρο 13 Ν.2472/1997).
Συνεπώς πρόκειται για μία παράνομη πρακτική και κάθε συνέπεια που μπορεί να επέλθει λόγω αυτής σε μια εργασιακή σχέση είναι άκυρη λόγω αντίθεσης στο νόμο.