Αν το προηγούμενο φθινόπωρο βρήκε τους Γερμανούς (όπως και τους Αυστριακούς και τους Ελβετούς) φοιτητές στο δρόμο και στις καταλήψεις εναντίον του εκπαιδευτικού συστήματος της Μπολόνια, το φετινό βρήκε εκατοντάδες χιλιάδες Γερμανούς στους δρόμους να διαδηλώνουν εναντίον της παράτασης της λειτουργίας των πυρηνικών εργοστασίων που αποφάσισε η κυβέρνηση συνασπισμού χριστιανοδημοκρατών και φιλελευθέρων, όσο και στη Στουτγάρδη εναντίον των έργων αναμόρφωσης του κεντρικού σιδηροδρομικού σταθμού της πόλης (σχέδιο «Στουτγάρδη 21» σύμφωνα με το οποίο ο παλιός σταθμός θα μεταμορφωθεί σε ενδιάμεσο σταθμό για τρένα ταχείας κυκλοφορίας που θα κινούνται υπόγεια μπαίνοντας και βγαίνοντας από αυτόν). Μάλιστα οι διαδηλώσεις αυτές έχουν αποκτήσει ιδιαίτερη πολιτική σημασία, ενώ το κυριότερο κόμμα που τις υποστηρίζει, οι Πράσινοι, ανεβαίνουν ψηλά στις δημοσκοπήσεις, περνώντας πρόσφατα, για πρώτη φορά στην ιστορία τους, μπροστά από τους σοσιαλδημοκράτες.
Η πολιτική σημασία του φαινομένου αυτού, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως αναγέννηση των διαδηλώσεων, ξεκινά από τη μεγάλη μαζικότητά τους, που εξέπληξε ακόμα και τους οργανωτές: Είναι χαρακτηριστικό ότι στην πρώτη διαδήλωση που έγινε το 2009 εναντίον του πρότζεκτ «Στουτγάρδη 21» μαζεύτηκαν 4 άτομα, ενώ τον Σεπτέμβριο του 2010 μαζεύτηκαν πάνω από 50.000 δίνοντας το παρών σε συνεχείς διαδηλώσεις, παρά τη βία με την οποία ορισμένες φορές αντιμετωπίστηκαν από την αστυνομία. Αντίστοιχα, στη διαδήλωση που έγινε στα μέσα του Σεπτεμβρίου στο Βερολίνο, οι διοργανωτές περίμεναν πολύ λιγότερους από τους εκατοντάδες χιλιάδες που διαδήλωσαν τελικά.
Η ερμηνεία τώρα της ενεργητικής αυτής στάσης φαίνεται πως πρέπει να κατευθυνθεί προς την αναγνώριση μιας ουσιαστικής αλλαγής στη στάση των Γερμανών – από την παραδοχή πως «είμαι δυσαρεστημένος με όσα συμβαίνουν, αλλά ούτως ή άλλως δεν μπορώ να κάνω κάτι για να αλλάξω την κατάσταση», που οδηγεί στην παραίτηση από τα κοινά, σε μία απρόσμενη για πολλούς μεταστροφή προς την ενεργή συμμετοχή σε μαζικές διεκδικήσεις. Παράλληλα, σε αντίθεση με τις αντιπυρηνικές διαδηλώσεις των αρχών της δεκαετίας του 80, όπου η μεγάλη πλειοψηφία των διαδηλωτών ήταν νέοι, στις πρόσφατες κινητοποιήσεις συμμετέχει μεγάλο εύρος ηλικιών, τόσο ώστε να μπορεί να συμπεράνει κανείς πως σ’ αυτές αντιπροσωπεύεται ο μέσος όρος ηλικιών του γερμανικού πληθυσμού.
Τέλος, ειδικά η αντίθεση στο σχέδιο «Στουτγάρδη 21» θα πρέπει να συνδεθεί και με την οικονομική κρίση: Καθώς η κεντρική οικονομική πολιτική τόσο της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, όσο και των επιμέρους κρατιδίων, μπορεί να συνοψισθεί στο «περικοπές παντού», ο κόσμος εξεγείρεται όταν βλέπει ότι αυτά τα χρήματα θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν με πολύ καλύτερους τρόπους, πέρα από το ούτως ή άλλως προκλητικό μεγάλο ύψος τους. Ο κόσμος εξεγείρεται επίσης από την προκλητική αδιαφορία προς την καθημερινότητά του που χαρακτηρίζει τον τρόπο λήψης των σημαντικών κυβερνητικών αποφάσεων. Έτσι, το ζήτημα της δημοκρατικής νομιμοποίησης των κυβερνητικών αποφάσεων για έργα μεγάλης κλίμακας φαίνεται να μπαίνει σε νέα φάση, όπου απαιτείται η προηγούμενη εξασφάλιση της μαζικής αποδοχής μέσω εξαντλητικού διαλόγου. Και όλοι οι σχολιαστές που ασχολούνται με τις πρωτοφανείς αντιδράσεις στη «Στουτγάρδη 21» σημειώνουν τόσο το δημοκρατικό έλλειμμα που χαρακτήρισε αυτό το έργο, όσο και την ανάγκη για δημοκρατικό διάλογο – και η αναγνώριση αυτή πρέπει βέβαια να πιστωθεί στις μαζικές διαδηλώσεις, που οδήγησαν προς αυτήν την κατεύθυνση το πολιτικό σκηνικό της χώρας.
αναδημοσίευση από epohi.gr