Δευτέρα 11 Οκτωβρίου 2010

Βιβλία, τσιγάρα και η αυτοπεριγραφή του συγγραφέα.


 Οι ελληνικές προθήκες προικίστηκαν, πριν λίγους μήνες, με μια νέα, αξιοπρόσεχτη συλλογή κειμένων του Τζορτζ Όργουελ, το Βιβλία εναντίον τσιγάρου, από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Η έκδοση έχει να επιδείξει, πράγματι, ένα καλότυχο μεταφραστικό εγχείρημα κι έναν υψηλής θερμοκρασίας επίλογο, αμφότερα δια χειρός Γιώργου – Ίκαρου Μπαμπασάκη. Όπως τονίζει και ο τελευταίος, επιλογίζοντας το έργο, «αγγίζει τα όρια του αδιανόητου να μην ξέρει ο καθένας μας έστω τον τίτλο του πιο διάσημου έργου [του Όργουελ], του 1984». Καθώς φαίνεται, η παλιά ευσεβής προσδοκία της μετά θάνατον ζωής ενός συγγραφέα (δια του έργου του), στην περίπτωση του Όργουελ επαληθεύθηκε ανεστραμμένα: σε μια πρώτη φάση, το έργο σκίασε το όνομα –και σε μια δεύτερη, η στρεβλή δεξίωση του δημιουργήματος φώτισε στρεβλά το δημιουργό. Κι όμως, είναι αδύνατον, φερ’ ειπείν, να διεκδικηθεί εκ δεξιών ένας συγγραφέας που τόνιζε εμφατικά ότι «κάθε άδειο στομάχι είναι ένα επιχείρημα υπέρ του σοσιαλισμού». Ούτε, από την άλλη, μπορεί να γίνει εξ αριστερών ευκολοχώνευτος ένας διανοούμενος που κατονόμαζε τους στρατευμένους «συναδέλφους» του, ως αργυρώνητους καλαμαράδες, οι οποίοι αλλάζουν εύκολα προπαγανδιστική γραμμή «όπως ο λατερνατζής τραγουδάκια».
Ίσως να αξίζει να δούμε τη νεόκοπη αυτή έκδοση, έτσι όπως απανθίζει την αγαστή συνέργεια του Όργουελ στα περιοδικά έντυπα της δεκαετίας των ’40 και ’50, μεταξύ άλλων σαν μια ακόμη ευκαιρία και για τον πληρέστερο φωτισμό του αισθητικού, διανοητικού και (ευρύτερα) πολιτικού προφίλ του συγγραφέα. Ας διαβάσουμε πως επιπλήττει τους προσφιλείς του, άγγλους εργάτες (των οποίων την έμπρακτη εγκαρδιότητα, την πηγαία ηθική, έχει τόσο πολύ –αλλού– υμνήσει) για το πώς απαξιώνουν ως δαπανηρή, ανώφελη, «μπουρζουάδικη», την ευεργετική έξη της ανάγνωσης βιβλίων (στο ομώνυμο Βιβλία εναντίον τσιγάρου). Ας αφεθούμε στη δαντική περιγραφή ενός ζοφερού πτωχοκομείου, στο Παρίσι το 1929 (Πως πεθαίνουν οι πτωχοί). Ας τιμήσουμε τους ειλικρινείς, αν μη τι άλλο, συλλογισμούς του γύρω από το αν υπάρχει καλώς εννοούμενος πατριωτισμός και τι, τέλος πάντων, είναι αυτός (Η πατρίδα μου, δεξιά ή αριστερά). Ας παρακολουθήσουμε, τέλος, μισοχαμογελαστά-μισοθυμωμένα, την (αυτο)περιγραφή του συγγραφέα: «Σ’ ένα κρύο αλλά πνιγηρό καθιστικό γεμάτο αποτσίγαρα και μισοάδειες κούπες τσαγιού, ένας άντρας με σκοροφαγωμένη ρόμπα κάθεται σ’ ένα ετοιμόρροπο τραπέζι, πασχίζοντας να βρει χώρο για τη γραφομηχανή του ανάμεσα σε στοίβες από σκονισμένα χαρτιά που την περιβάλλουν. Δεν μπορεί να τα πετάξει τα χαρτιά γιατί ο κάλαθος αχρήστων είναι ήδη ξέχειλος, και εκτός αυτού κάπου ανάμεσα στις αναπάντητες επιστολές και στους απλήρωτους λογαριασμούς ενδέχεται να βρίσκεται μια επιταγή για δύο γκινέες που είναι σχεδόν σίγουρος ότι ξέχασε να την καταθέσει στην τράπεζα.. Εάν τα πράγματα είναι φυσιολογικά γι’ αυτόν, θα πρέπει να υποφέρει από ανεπαρκή διατροφή, αλλά εάν είχε προσφάτως κάποιο σερί καλοτυχίας, θα υποφέρει από ζάλη μέθης.. Περιττό να πούμε ότι ο εν λόγω άνθρωπος είναι συγγραφέας» (Εξομολογήσεις ενός βιβλιοκριτικού).       


Στέργιος Μήτας