Ημερομηνία δημοσίευσης: 31/10/2010
Του Παναγιώτη Σωτηρη, αναδημοσίευση από Αυγή.Μια ξεχωριστή σύγχρονη λογοτεχνική παράδοση είναι αυτή της «εναλλακτικής ιστορίας» που ξεκινά από την υπόθεση ότι τα πράγματα σε μια δοσμένη ιστορική συγκυρία θα είχαν εξελιχθεί διαφορετικά. Ένα τέτοιο παράδειγμα λογοτεχνικής εναλλακτικής ιστορίας μας δίνει ο Γιώργος Αλεξάτος στο βιβλίο του. Θέτει το ερώτημα τι θα είχε γίνει εάν ο Δημοκρατικός Στρατός δεν είχε συντριβεί στον Εμφύλιο και είχε συγκροτηθεί Λαϊκή Δημοκρατία στην Κεντρική και Βόρεια Ελλάδα, ενδεχόμενο πραγματικό, με βάση τον συσχετισμό το 1947-48. Έτσι, πλάι στην εναλλακτική εξιστόρηση ενσωματώνει στην αφήγησή του όλα σχεδόν τα πραγματικά περιστατικά της μετεμφυλιακής ιστορίας, περιορίζοντάς τα στο μοναρχοφασιστικό καθεστώς του Νότου.
Η φανταστική Λαϊκή Δημοκρατία της Ελλάδας, παρότι ξεκινά ως τυπική Λαϊκή Δημοκρατία, σύντομα απομακρύνεται από το σοβιετικό πρότυπο, δοκιμάζει την αποσταλινοποίηση προς τα αριστερά, παραμένει αδέσμευτη και προσελκύει διανοούμενους, καλλιτέχνες και επαναστάτες από όλο τον κόσμο. Ηγετική μορφή της πρωτότυπης σοσιαλιστικής οικοδόμησης αναδεικνύεται ο Ν. Ζαχαριάδης που παρουσιάζεται να είναι ανοιχτόμυαλος και πρωτοπόρος στη ρήξη με τη σοβιετική ορθοδοξία. Ο σοσιαλιστικός Βορράς αναπτύσσεται και την κρίσιμη στιγμή της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο και της κατάρρευσης της χούντας του Νότου επιβάλλει την Επανένωση της Ελλάδας. Η ενωμένη Ελλάδα θα αντιμετωπίσει την αμφισβήτηση του σοσιαλιστικού της χαρακτήρα από μια εκσυγχρονιστική τάση με ηγέτη τον… Κώστα Σημίτη και αντιφάσεις όπως την ανάπτυξη ενός αγοραίου καταναλωτικού ηδονισμού. Ευτυχώς, την κρίσιμη στιγμή οι αριστερές δυνάμεις θα πάρουν την πρωτοβουλία και η Σοσιαλιστική Ελλάδα του 21ου αιώνα θα γίνει το βασικό παράδειγμα εναλλακτικής κοινωνικής οργάνωσης στον κόσμο.
Ο αναγνώστης γρήγορα θα διαπιστώσει ότι κάθε άλλο παρά επιφανειακή ή εύκολη είναι η προσέγγιση του Αλεξάτου. Αντίθετα, εμπνέεται από εκείνη την αριστερή κριτική στο σοβιετικό πρότυπο που υπογράμμισε τη γραφειοκρατική υποκατάσταση της λαϊκής συμμετοχής, το βάθεμα της αντίθεσης διανοητικής και χειρωνακτικής εργασίας, τον αυταρχισμό, τα υλικά κίνητρα απόδοσης. Αντίστοιχα, η εναλλακτική εξιστόρησή του Αλεξάτου είναι μια εκδοχή σοσιαλισμού που στηρίζεται στη λαϊκή πρωτοβουλία, που ξεπερνά με τρόπο έμπρακτο τη διάκριση διανοητικής και χειρωνακτικής εργασίας, που ανέχεται τη διαφωνία, που αμφισβητεί τον έμφυλο καταμερισμό εργασίας.
Ο Αλεξάτος χρησιμοποιεί πραγματικά πρόσωπα σε ρόλους ανάλογους με αυτούς που όντως έπαιξαν. Το κάνει με την αριστερά, την ελληνική διανόηση, την Ελλαδική Εκκλησία. Έτσι για παράδειγμα ο Νίκος Καββαδίας γίνεται… διευθυντής της Ναυτικής Ακαδημίας κι ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης… διευθυντής Κέντρου Ορθοδόξου Μελετών. Αντίστοιχα, οι περισσότεροι από τους καλλιτέχνες που σφράγισαν το νεοελληνικό αισθητικό τοπίο παρουσιάζονται να έχουν εργαστεί στη λαϊκοδημοκρατική Ελλάδα του Βορρά. Μόνη – και εύστοχα βιτριολική– εξαίρεση ο Διονύσης Σαββόπουλος που παρουσιάζεται να εγκαταλείπει τον Βορρά προς τον Νότο προς αναζήτηση του «γνησίου πνεύματος της ελληνικότητας και της ορθοδοξίας».
Αντίστοιχα, στο φανταστικό ΚΚΕ του Αλεξάτου πλάι στην ηγετική ζαχαριαδική τάση υπάρχουν σοβιετόφιλοι, ανανεωτές και «ιταλοί», με τις απόψεις που όντως διατύπωσαν, αλλά με έναν τρόπο που κάνει τις αντιθέσεις να είναι λιγότερο ανταγωνιστικές. Φτιάχνει έτσι ένα ανοιχτόκαρδο εικονοστάσι της Ελληνικής Αριστεράς, την ουτοπία μιας αριστεράς πραγματικά ενωμένης μέσα στις διαφορές της. Έτσι βρίσκουν τη θέση τους στο ίδιο Πολιτικό Γραφείο ο Φλωράκης με τον Φώκο Βέτα και τον Πολύδωρο Δανιηλίδη. Ο Βλαντάς, ο Πορφυρόγενης και ο Θανάσης Χατζής εναλλάσσονται ως πρωθυπουργοί. Ο Άγγελος Ελεφάντης, γίνεται διευθυντής της Νέας Γενιάς και ο Νίκος Πουλαντζάς βασικός θεωρητικός. Διαλέγει ως διάδοχο του Ζαχαριάδη στη θέση του Γραμματέα του ΚΚΕ τον Νίκο Καρρά, ως φόρο τιμής σε έναν αγωνιστή που εάν είχε ηγηθεί του ΚΚΕ εσ. ίσως το αίτημα της ανανέωσης της αριστεράς να μην είχε ταυτιστεί με δεξιόστροφες επιλογές.
Το βιβλίο έχει κριτική των αδυναμιών της ιστορικής Αριστεράς καλόγνωμη και καλοπροαίρετη, αλλά και αυστηρή εκεί όπου χρειάζεται. Έτσι ο Κώστας Κολιγιάνης… αποπέμπεται ως δεξιό και υπερβολικά σοβιετόφιλο στοιχείο, ενώ ο Γρηγόρης Φαράκος χρεώνεται και σε αυτή τη φανταστική αφήγηση τον άχαρο ρόλο του ινστρούχτορα σε θέματα… ηθικής και σεμνότητας.
Ούτε ο ποδόσφαιρο λείπει από την αφήγηση του Αλεξάτου, καθώς τα βασικά αστέρια του μεταπολεμικού ελληνικού ποδοσφαίρου βρίσκουν τη θέση τους, από τον Κούδα και τον Παπαϊωάννου μέχρι το Χαλιαμπάλια (υπαρκτό πρόσωπο, σκληροτράχηλο αμυντικό του Ηρακλή) και τον Καλλιοτζή (μουσουλμάνο από την Κομοτηνή, αστέρι του Άρη στη δεκαετία του 1960).
Συνολικά, αναδεικνύεται η ουτοπία μιας Ελλάδας όπου θα μπορούσε να οικοδομηθεί ένας εναλλακτικός σοσιαλισμός, ο οποίος σε όλες τις κρίσιμες καμπές που σφράγισαν την ιστορία του «υπαρκτού σοσιαλισμού» θα διάλεγε την αριστερή απάντηση.
Λογοτεχνικά το κείμενο έχει αναμφισβήτητες αρετές, σφιχτό ρυθμό, γλαφυρούς διαλόγους, ενώ αξιοποιεί εύστοχα τη βιωματικότητα της υποκειμενικής οπτικής, καθώς διαλέγει δύο αφηγητές, τη Λαοκρατία και τον Άρη, που οι ζωές τους τέμνονται, η μία από το λαϊκοδημοκρατικό Βορρά και ο άλλος από το Νότο. Η ιδιαίτερη χροιά του ύφους των αφηγήσεων παραπέμπει στο νεανικό ενθουσιασμό της γενιάς της «Χαμένης Άνοιξης» και των πολύ πρώτων χρόνων της Μεταπολίτευσης. Ίσως αυτό να είναι μια έμμεση υπόμνηση του Αλεξάτου ότι το πάθος και η ζέση που θα μπορούσαν να οικοδομήσουν αυτή την εναλλακτική ιστορία υπήρξαν όντως μέσα στην υπαρκτή ιστορική Αριστερά.
Συνολικά, έχουμε να κάνουμε με μια γοητευτική λογοτεχνική πραγματεία για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Άλλωστε, ο Φρέντρικ Τζέημσον έχει υποστηρίξει ότι «οι οντολογίες του παρόντος απαιτούν αρχαιολογίες του μέλλοντος και όχι προβλέψεις του παρελθόντος». Έτσι και εμείς πλάι στην προσπάθεια ερμηνείας της ιστορίας της Αριστεράς που λειτουργεί ως αναδρομική πρόβλεψη της ήττας της, έχουμε ανάγκη την αρχαιολογία του μέλλοντος και το βήμα που οδηγεί από την εναλλακτική ιστορία στην εναλλακτική ουτοπία.