του Στέργιου Μήτα (ομάδα alterthess)
Από τις εκδ. Σαιξπηρικόν και σε μετάφραση Ιωάννας Αβραμίδου, κυκλοφόρησε την παρούσα χρονιά η εξαιρετική, οφείλουμε να τονίσουμε, δίγλωσση έκδοση ποιημάτων του Γκέοργκ Τρακλ, Γαλάζια Ψύχωση. Ο αυστριακός ποιητής φέρει... –κι αυτός– τη σφραγίδα του «καταραμένου ποιητή», σύμφωνα με ένα σαρωτικό κλισέ, που τείνει να διαβάζει τους ποιητές κοιτάζοντας ανάμεσα από τις γρίλιες της βιογραφίας (κι όχι ανάμεσα από τις γραμμές των έργων). Η γαλλική κριτική, για παράδειγμα, δεξιώνεται τον ποιητή, όπως ίσως θα περίμενε κανείς, ψάχνοντας να βρει τις τεθλασμένες συγγένειες με το σεσημασμένο «τρομερό παιδί» των γαλλικών γραμμάτων, τον Ρεμπώ. Τα μοτίβα της περίσσειας έξαψης, των ηχηρών αποχρώσεων, της κλίσης για τις ψυχοτρόπες ουσίες, ανάγονται συχνά στην παρεστιγμένη ρεμποϊκή παρτιτούρα. Για την απόφανση δε επιστρατεύονται ακαταμάχητα βιογραφικά πειστήρια: «Στοιχειωμένος από μια ανομολόγητη αιμομιξία, δεν στέρησε απ’ τον εαυτό του καμιά σπατάλη: έγινε φαρμακοποιός ακριβώς για να προσφέρει στον εαυτό του πιο εύκολα όπιο», υποστηρίζει γλαφυρότατα ο κριτικός Ζαν Υβ Μασόν για τον αυστριακό ποιητή (βλ. Magazine Littéraire του Οκτωβρίου 2008).
Πάντως: αχνή, φασματική, συνάμα «πετρώδης», γοτθική, η ποίηση του Τρακλ κατεργάζεται –πράγματι– ένα αξιοπρόσεχτο διαμάντι «μαύρου» εξπρεσιονισμού. Όσο κι αν ακούγεται παράδοξο, είναι τα ποιήματα που ερμηνεύουν τον αποκλίνοντα βίο και όχι το αντίστροφο. Ο περί βίου λόγος, εδώ, δεν αναφέρεται τόσο στο άθροισμα των στιγμών ενός εκάστου, όσο για το «βίο» που υφαίνεται ξανά και ξανά, μέσα από το έργο ενός ποιητή και τις κατοπινές του συνομιλίες. Ίσως να μην υπάρχει, πράγματι, ευστοχότερη συνηγορία για μια τέτοια προσέγγιση από την εξαίσια βιογράφηση του Τρακλ που επιχειρεί ο «δικός μας», Νίκος Εγγονόπουλος. Ας (ξανα)διαβάσουμε το Ποίημα του Γκεόργκ Τρακλ: «ο Γεώργιος Τρακλ αν στο περίφημο Σαλτσβούργο (του/αυστριακού Τυρόλου) πρώτη φορά είδε το φως/τη χαρά όμως δεν την συνάντησε πουθενά – ποτέ του – […] εις μάτην η Δυαδική Μοναρχία/την “μέση εκπαίδευση” μ’ ευχέρεια του προσέφερε/και με δίπλωμα – ακόμη – φαρμακοποιού/τον εφοδίασε:/ ε ι ς μ ά τ η ν […] την ώρα δεν έβλεπε – τι λέω την ώρα: τη στιγμή! –/(και τόλεγε με τραγουδάκια λυπητερά + απαλά)/να ξεμπερδέψει από τούτον της ανθρώπινης ζωής το θλι-/βερό μπελιά/ – τον άσκημο βραχνά –/να πάη κάπου/μακρυά/ α λ λ ο ύ / να φύγη/και το κατάφερε – επί τέλους! –/ένα βράδυ: στα καλά/καθούμενα/“tant l’ on crie Noël qu’il vient”».