Το 19% των Ελλήνων, δηλαδή σχεδόν δύο εκατομμύρια άνθρωποι, ζουν σε συνθήκες φτώχειας, καθώς το ετήσιο εισόδημά τους δεν ξεπερνά τα 7.170 ευρώ. Πρόκειται για κομμάτι του πληθυσμού το οποίο πλήττεται δυσανάλογα και από την αύξηση των έμμεσων φόρων, δεδομένου ότι δίνουν το ένα τρίτο του προϋπολογισμού τους (203, 6 ευρώ κάθε μήνα) για είδη διατροφής, όταν οι υπόλοιποι Έλληνες δίνουν το 15,51%.
Αυτό προκύπτει από την έρευνα οικογενειακών προϋπολογισμών που ανακοίνωσε η στατιστική αρχή και στην οποία καταγράφονται μεγάλες ανισότητες μεταξύ των πλούσιων και των φτωχών Ελλήνων.
Συγκεκριμένα, το μερίδιο της διάμεσης ισοδύναμης καταναλωτικής δαπάνης (αγορές) του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού είναι 5,53 φορές μεγαλύτερο από το μερίδιο της διάμεσης ισοδύναμης καταναλωτικής δαπάνης του φτωχότερου 20% του πληθυσμού.
Η μέση μηνιαία κατανάλωση των φτωχών νοικοκυριών εκτιμάται στο 27,3% των δαπανών των μη φτωχών νοικοκυριών.
Επιπλέον, λόγω της σύνθεσης των φτωχών νοικοκυριών (ηλικιωμένοι, ανασφάλιστοι κλπ.) οι δαπάνες για υγεία ανέρχονται στο 8,3% του οικογενειακού τους προϋπολογισμού τους, ενώ των μη φτωχών σε 6,6%.
Οι δαπάνες στέγασης, στις οποίες περιλαμβάνεται και το πετρέλαιο θέρμανσης, ανέρχονται στο 18% του προϋπολογισμού των φτωχών νοικοκυριών, έναντι 11,4% για τα υπόλοιπα.
Ο αριθμός των φτωχών περιορίζεται στο 16% του πληθυσμού, εάν ληφθούν υπόψη όλες οι καταναλωτικές δαπάνες, ανεξάρτητα από τον τρόπο κτήσεως. Δηλαδή, συμπεριληφθούν το τεκμαρτό ενοίκιο από ιδιοκατοίκηση, τα ιδιοπαραγόμενα αγαθά, τα αγαθά και υπηρεσίες που παρέχονται δωρεάν από τον εργοδότη τους, άλλα νοικοκυριά, μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς και το κράτος.
Αλλάζουν τα καταναλωτικά πρότυπα
Η έρευνα καταγράφει επιβράδυνση της κατανάλωσης και μεταβολή του καταναλωτικού προτύπου των πολιτών, με μετατόπιση στις δαπάνες για στέγαση, μεταφορές, εκπαίδευση και ξενοδοχεία, καφενεία και εστιατόρια.
Επίσης, καταγράφεται μείωση στο οικογενειακό τραπέζι των προϊόντων που συνιστούν τη "μεσογειακή διατροφή".
Η μεγαλύτερη άνοδος καταγράφεται στις δαπάνες για ξενοδοχεία, εστιατόρια και καφενεία (+33,4%) και στη στέγαση- ενοίκιο, ηλεκτρισμός, ύδρευση κ.λπ. (+30,2%), ενώ μείωση καταγράφεται μόνο στις δαπάνες για οινοπνευματώδη ποτά και καπνό (-4,4%), η οποία οφείλεται στις δαπάνες για τσιγάρα.
Σε σχέση με την προηγούμενη έρευνα (2004), παρατηρείται μείωση στην ποσοστιαία κατανομή της δαπάνης για γαλακτοκομικά προϊόντα (0,6%), ψάρια (0,4%), λαχανικά (0,4%), φρούτα (0,1%) και ζάχαρη, μαρμελάδα, μέλι, γλυκά και ζαχαρωτά (0,4%) και αύξηση για αλεύρι, ψωμί, δημητριακά (0,9%), κρέας (0,8%), λοιπά είδη διατροφής (0,2%) και καφέ, τσάι, κακάο (0,2%).
Οι μηνιαίες ποσότητες ειδών διατροφής που καταναλώθηκαν παρουσιάζουν πτωτική τάση εκτός των ζυμαρικών (+12%) και του κρέατος (+1,4%).
Η μεγαλύτερη πτώση καταγράφεται στα προϊόντα αρτοποιίας (15,9%) και στο γιαούρτι (13,4%).
Αξιοσημείωτη αλλαγή στις διατροφικές συνήθειες είναι η μείωση της κατανάλωσης σε φρούτα και λαχανικά κατά 1.598,98 και 2.318,69 γραμμάρια αντίστοιχα.
Πάντως, και το 2008, το σχετικά μεγαλύτερο μέρος των δαπανών αφορά σε είδη διατροφής (16,4%) και ακολουθούν οι δαπάνες για μεταφορές (13,4%), ενώ το μικρότερο μέρος των δαπανών αφορά στην εκπαίδευση.
Ανάλογα με τον τύπο των νοικοκυριών, διαφέρουν και τα πρότυπα κατανάλωσης, με τα μονομελή νοικοκυριά ηλικίας 65 ετών και άνω να δαπανούν μεγάλο μέρος του οικογενειακού προϋπολογισμού για κρέας και ενδύματα, τα νοικοκυριά με έναν γονέα και με ένα ή περισσότερα παιδιά έως και 16 ετών για ενοίκιο, και τους υπόλοιπους τύπους των νοικοκυριών να ακολουθούν το γενικό πρότυπο.
Επίσης, τα νοικοκυριά με ένα μόνο άτομο ηλικίας 65 ετών και άνω έχουν δαπάνες που ανέρχονται στο 34% των μέσων δαπανών των νοικοκυριών της χώρας.
Τα νοικοκυριά που αποτελούνται από ένα ζευγάρι με τρία παιδιά και άνω έως και 16 ετών, έχουν δαπάνες που ανέρχονται στο 144,3% των μέσων δαπανών των νοικοκυριών της χώρας.
Τα νοικοκυριά με υπεύθυνο οικονομικά μη ενεργό ή άνεργο, δαπανούν, κατά μέσο όρο, το 74,6% της μηνιαίας δαπάνης από αγορές στο σύνολο της χώρας και το 41% των δαπανών των νοικοκυριών με υπεύθυνο αυτοαπασχολούμενο με μισθωτούς.
Ενώ, τα νοικοκυριά που διαμένουν σε αγροτικές περιοχές δαπανούν, κατά μέσο όρο, το 69% των δαπανών των νοικοκυριών που διαμένουν σε αστικές περιοχές.
Περισσότεροι οι υπολογιστές, τα κινητά και τα αυτοκίνητα
Επίσης, παρατηρείται σημαντική αύξηση (από 34% σε 42%) των νοικοκυριών που διαθέτουν ηλεκτρονικό υπολογιστή στην κύρια κατοικία τους (μεταβολή αριθμού νοικοκυριών +25,9%), καθώς και αύξηση του ποσοστού των νοικοκυριών που διαθέτουν, τουλάχιστον, ένα κινητό τηλέφωνο (μεταβολή αριθμού νοικοκυριών +16,6%).
Επίσης, καταγράφεται αύξηση (από 9% σε 13,6%) των νοικοκυριών που διαθέτουν χώρους στάθμευσης στην κατοικία (μεταβολή αριθμού νοικοκυριών +54%), καθώς και αύξηση (από 66,6% σε 66,9%) του ποσοστού κατοχής, τουλάχιστον ενός επιβατικού αυτοκινήτου Ι.Χ. από τα νοικοκυριά (μεταβολή αριθμού νοικοκυριών +2,5% και του αριθμού των αυτοκινήτων +11,5%).
Στον αντίποδα, υπήρξε μείωση του αριθμού των νοικοκυριών που κατέχουν εξοχικές κατοικίες (3,3%) και σταθερό τηλέφωνο (6,4%).
πηγή:enet.gr