Παρασκευή 1 Οκτωβρίου 2010

Μαύρη εργασία στο λιμάνι του Πειραιά

Από την 1η Ιουνίου που τελείωσε η περίοδος συγκατοίκησης μεταξύ Οργανισμού Λιμένα Πειραιά και Κόσκο/ ΣΕΠ, η τελευταία διαχειρίζεται μόνη της τον προβλήτα 2. 
Από το prin.gr, της ΦΩΤΕΙΝΗ ΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
Η απουσία περιοριστικών ρυθμίσεων από τη σύμβαση παραχώρησης που υπέγραψε με την προηγούμενη κυβέρνηση και που αντιθέτως με τα λεγόμενά της πριν τις εκλογές, επικύρωσε η σημερινή κυβέρνηση, όπως και οι προς το χειρότερο τροποποιήσεις του εργατικού δικαίου, της δίνουν τη δυνατότητα να δημιουργήσει εντός των ορίων της μία ζώνη επισφαλούς εργασίας με στοιχεία «μαύρης εργασίας». Αρχικά η ΣΕΠ προσέλαβε ένα μικρό αριθμό χειριστών. Αργότερα υπέγραψε μία κατ’ αρχήν διετή συμφωνία με τη Διακίνηση ΑΕ για να της παρέχει προσωπικό. Η Διακίνηση προμηθεύεται αυτό το προσωπικό μέσω πέντε υπεργολάβων. Ο καθένας από αυτούς έχει έως 50 άτομα προσωπικό.
Οι χειριστές μηχανημάτων υπογράφουν ατομικές συμβάσεις εργασίας και θεωρούνται μισθωτοί. Οι οδηγοί και οι εργάτες θεωρούνται ημερομίσθιοι. Από 1η Αυγούστου με τη «σύμφωνη γνώμη» τους, οι συμβάσεις τους άλλαξαν και από εργαζόμενοι έγιναν εκ περιτροπής απασχολούμενοι. Οι χειριστές απασχολούνται 4 ημέρες την εβδομάδα ενώ οι οδηγοί και οι εργάτες 3 ημέρες την εβδομάδα και έως 12 ημέρες το μήνα. Οι αμοιβές των χειριστών των εργολάβων είναι 25% χαμηλότερες από εκείνων που έχει προσλάβει απευθείας η ΣΕΠ.
Κανείς από αυτούς δεν θεωρείται λιμενεργάτης. Οι εργάτες δεν έχουν ενταχθεί στις συμβάσεις των φορτοεκφορτωτών. Ως εκ τούτου, δεν εντάσσονται στα βαρέα και ανθυγιεινά. Αμείβονται και ασφαλίζονται ως ανειδίκευτοι εργάτες. Το μεροκάματό τους είναι 50 ευρώ, εκ των οποίων τα 16 είναι μαύρα.
Οι εργαζόμενοι στους εργολάβους κατά κανόνα ειδοποιούνται τηλεφωνικά ένα 2ωρο πριν πιάσουν δουλειά. Ουσιαστικά είναι σε 24ωρη ετοιμότητα 7 ημέρες την εβδομάδα. Η υποτιθέμενη σχέση εργολαβίας είναι μία πλαστή εικόνα, γιατί στην ουσία η ΣΕΠ και η Διακίνηση αποφασίζουν ποιους θα προσλάβουν οι εργολάβοι. Η μέθοδος χρησιμοποιείται για να φοροδιαφεύγουν και κυρίως για να μπορούν να κρατούν το σύνολο του προσωπικού σε μία κατάσταση διαρκούς φόβου και ανασφάλειας.